- πλευροειδῶς
- πλευροειδῶςafter the manner of ribsindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλευροειδώς — Α επίρρ. από την πλευρά, πλαγίως. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλευρά + ειδῶς (< ειδής* + επιρρμ. κατάλ. ῶς), πρβλ. μυθο ειδώς] … Dictionary of Greek
πλευρά — Τα 24 οστέινα στοιχεία που συμβάλλουν στον σχηματισμό της θωρακικής κοιλότητας, του θωρακικού κλωβού του ανθρώπου. Τα π. είναι οστά πλατιά και συγχρόνως μακριά σε σχήμα τόξου· το πίσω τους άκρο αρθρώνεται με τα σώματα και τις εγκάρσιες αποφύσεις… … Dictionary of Greek